- ολόστομος
- (I)-η, -οζωολ. χαρακτηρισμός τού οστράκου τών γαστερόποδων μαλακίων που έχει στόμιο χωρίς εντομή.————————(II)ὁλόστομος, -ον (Α)(για σιδερένιο δακτυλίδι) ο εξ ολοκλήρου στομωμένος, βαμμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)-* + στόμα].
Dictionary of Greek. 2013.